χονδρόσωμος
From LSJ
ἡ τῆς παιδογονίας συνουσία → sexual intercourse for the purpose of bearing children
Greek Monolingual
-η, -ο, Ν
βλ. χοντρόσωμος.
ἡ τῆς παιδογονίας συνουσία → sexual intercourse for the purpose of bearing children
-η, -ο, Ν
βλ. χοντρόσωμος.