χοντρόσωμος
From LSJ
Dante Alighieri, Paradiso, XXXIII, v. 145
Greek Monolingual
και χονδρόσωμος, -η, -ο, Ν
άτομο με ογκώδες σώμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χοντρ(ο)- / χονδρ(ο) + -σωμoς (< σώμα), πρβλ. μικρό-σωμος. Ο τ. χονδρόσωμος μαρτυρείται από το 1889 στην εφημερίδα Ακρόπολις].