χουφτίζω

From LSJ

σύ με μαστροπεύσεις πρὸς τὴν πόλιν → so you intend acting the procurer

Source

Greek Monolingual

φουκτίζω, ΝΜ, και φουχτίζω Ν
χουφτώνω.
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. χούφτα].