κνέφας δὲ τέμενος αἰθέρος λάβῃ → and darkness had covered the region of the sky
και φουχτώνω Ν χούφτα / φούχτα1. πιάνω κάτι με την χούφτα, πιάνω γερά2. αρπάζω («μού χούφτωσε τα χρήματα και έφυγε»)3. μτφ. κάνω βίαιη ερωτική χειρονομία.