χουφτώνω

From LSJ

κνέφας δὲ τέμενος αἰθέρος λάβῃ → and darkness had covered the region of the sky

Source

Greek Monolingual

και φουχτώνω Ν χούφτα / φούχτα
1. πιάνω κάτι με την χούφτα, πιάνω γερά
2. αρπάζω («μού χούφτωσε τα χρήματα και έφυγε»)
3. μτφ. κάνω βίαιη ερωτική χειρονομία.