χρηματιστικόν

From LSJ

ἔργοισι χρηστός, οὐ λόγοις ἔφυν μόνον → a friend in deeds, and not in words alone

Source

Russian (Dvoretsky)

χρημᾰτιστικόν: τό
1 Plat., Arst. = χρηματιστική;
2 торговый класс, дельцы Arst.