χρυσοχοΐα

German (Pape)

[Seite 1383] ἡ, das Gießen, Bearbeiten des Goldes, das Gewerbe des χρυσοχόος, Lob. Phryn. p. 493.

Greek (Liddell-Scott)

χρῡσοχοΐα: ἡ, ἡ κατεργασία τοῦ χρυσοῦ, τὸ ἐπάγγελμα τοῦ χρυσοχόου, Ἀνώνυμ. παρὰ Σουΐδ. ἐν λ. ἀέτιος, πρβλ. Λοβέκ. εἰς Φρύνιχ. 493.

Greek Monolingual

η, ΝΜΑ χρυσοχόος
η τέχνη του χρυσοχόου, η κατεργασία του χρυσού και άλλων πολύτιμων μετάλλων.