ἐπάγγελμα
μηδέ μοι ἄκλαυστος θάνατος μόλοι, ἀλλὰ φίλοισι καλλείποιμι θανὼν ἄλγεα καὶ στοναχάς → may death not come to me without tears, but when I die may I leave my friends with sorrow and lamentation
English (LSJ)
-ατος, τό,
A promise, profession, D.19.178 (pl.); τὸ Πρωταγόρου ἐπάγγελμα Arist.Rh.1402a25, cf. Pl.Prt.319a; ὑπὸ τοῦ μεγέθους τοῦ ἐπαγγέλματος οὐδὲν θαυμαστὸν ἀπιστεῖν Id.Euthd.274a: pl., Metrod. ap. Phld. Rh.1.88S.; ἐπαγγέλματι, opp. κατ' ἀλήθειαν, S.E.M.1.182.
2 subject of a treatise, that which it purports to contain, τὸ ἐπάγγελμα τοῦ λόγου D.H.Dem.33; τὸ ἐπάγγελμα τοῦ συγγράμματος Ael.Tact.Praef.7.
3 = ἐπαγγελία 7, Crito ap.Gal.13.878, Id. ap. Aët.15.16.
4 art, profession, τὸ ἐπάγγελμα τῆς ἀρτοποιΐας M.Ant.3.2.
German (Pape)
[Seite 893] τό, Ankündigung; D. Hal. de vi Dem. 33; das Versprechen, καὶ ὑποσχέσεις 19, 178; wie professio, das Fach, zu welchem sich Einer bekennt, ἐπαγγέλλεσθαι Plat. Prot. 319 a Euthyd. 274 a. Dah. ἐπαγγέλματι μέν εἰσι τέχναι dem κατ' ἀλήθειαν entggstzt, Sext. Emp. adv. gramm. 182.
French (Bailly abrégé)
ατος (τό) :
1 déclaration, promesse ; chose promise;
2 τὰ ἐπαγγέλματα = les comices à Rome.
Étymologie: ἐπαγγέλλω.
Russian (Dvoretsky)
ἐπάγγελμα: ατος τό
1 объявление, заявление (τὸ ἐπάγγελμα ὃ ἐππαγγέλλομαι Plat.): ἐπαγγέλματι μὲν, οὐ πάντως δὲ καὶ κατὰ ἀλήθειαν Sext. на словах, но отнюдь не на деле;
2 обещание, предложение (ὑποσχέσεις καὶ ἐπαγγέλματα Dem.);
3 pl. (в Риме) комиции Plut.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπάγγελμα: τό, ἀγγελία, ἄγγελμα, Διον. Ἀλ. π. Δημ. 33. 2) τὸ ὑπισχνεῖσθαι ἄνευ σκοποῦ ἐκτελέσεως, ταῖς ὑποσχέσεσι καὶ τοῖς ἐπαγγέλμασι τοῖς τούτου προκαταληφθέντας τότε Δημ. 397· 3· τὸ Πρωταγόρου ἐπάγγελμα ψεῦδος γάρ ἔστι καὶ οὐκ ἀληθές, ἀλλὰ φαινόμενον εἰκὸς Ἀριστ. Ρητ. 2. 24, 11. 3) ὡς καὶ παρ’ ἡμῖν, Πλάτ. Εὐθύδ. 274Α, Πρωτ. 319Α: πρβλ. ἐπαγγέλλω 5. 4) ἐν τῷ πληθ. = τῷ Λατ. comitia, ἐκκλησία, συνέλευσις Ρωμαίων πολιτῶν, Πλούτ. 2. 276C, ἔνθα διάφ. γρ. ἐπαγγελία. 5) διαταγή, προσταγή, Λεόντ. Μοναχ. 693Α.
English (Strong)
from ἐπαγγέλλω; a self-committal (by assurance of conferring some good): promise.
English (Thayer)
ἐπαγγελματος, τό (ἐπαγγέλλω), a promise: Demosthenes, Isocrates, others.)
Greek Monolingual
το (AM ἐπάγγελμα) επαγγέλλομαι
βιοποριστική εργασία («το επάγγελμα του δικηγόρου»)
νεοελλ.
φρ.
1. «ελευθέρια ή ελεύθερα επαγγέλματα» — αυτά που δεν ανήκουν στην εξαρτημένη εργασία, που ασκούνται από επιστήμονες ή επαγγελματίες που δεν ανήκουν στον υπαλληλικό κλάδο
2. «εξ επαγγέλματος»
α) (για δικαστή) από δική του πρωτοβουλία, από επαγγελματική υποχρέωση, αυτεπάγγελτα, χωρίς μήνυση κάποιου
β) (γι' αυτόν που θεωρεί έργο του να κάνει κάτι) από μακρόχρονη άσκηση και συνήθεια
μσν.
1. καλή αγγελία («ἐνεφύης δὲ γαστρί, φέρων αὐτοῖς τὸ ἐπάγγελμα», Μηναία)
2. προσταγή
αρχ.
1. επαγγελία, υπόσχεση («τοῦτό ἐστιν, ἔφη... τὸ ἐπάγγελμα, ὅ ἐπαγγέλλομαι», Πλάτ.)
2. το θέμα μιας πραγματείας
3. ἐπαγγέλματα
σύνοδος, εκκλησία, συνέλευση τών Ρωμαίων πολιτών
4. η διαφημιζόμενη ιαματική ιδιότητα ενός φαρμάκου.
Greek Monotonic
ἐπάγγελμα: -ατος, τό, υπόσχεση, διακήρυξη, εξαγγελία, σε Δημ.· η επαγγελματική ιδιότητα κάποιου, σε Πλάτ.
Middle Liddell
ἐπάγγελμα, ατος, τό, [from ἐπαγγέλλω
a promise, profession, Dem.:— one's profession, Plat.
Chinese
原文音譯:™p£ggelma 誒普-昂給而馬
詞類次數:名詞(2)
原文字根:在上-信息(果效)
字義溯源:自受約束,應許,宣告;源自(ἐπαγγέλλομαι)=在宣告);由(ἐπί)*=因著)與(ἄγγελος)=使者)組成;而 (ἄγγελος)出自(ἀγγελία)X*=帶來消息)
出現次數:總共(2);彼後(2)
譯字彙編:
1) 應許(2) 彼後1:4; 彼後3:13
English (Woodhouse)
profession, what one claims to do
Translations
profession
Albanian: profesion; Arabic: مِهْنَة, وَظِيفَة; Egyptian Arabic: مهنة; Armenian: մասնագիտություն; Azerbaijani: peşə, ixtisas, məslək; Bashkir: профессия, һөнәр; Belarusian: прафесія, фах, занятак, заняцце; Bengali: পেশা; Bulgarian: професия, занятие; Burmese: အလုပ်အကိုင်, အလုပ်; Catalan: professió, ofici; Chechen: корматалла; Chinese Mandarin: 職業/职业, 行業/行业; Czech: povolání, profese; Danish: erhverv, fag, profession, livsstilling; Dutch: beroep, professie; Esperanto: profesio; Estonian: amet, elukutse; Finnish: ammatti; French: profession, métier; Galician: profesión; Georgian: პროფესია, სპეციალობა, ხელობა, საქმიანობა; German: Beruf, Profession; Greek: επάγγελμα; Ancient Greek: ἐπάγγελμα; Hebrew: מִקְצוֹעַ; Hindi: पेशा, वृत्ति, व्यवसाय, व्यवहार; Hungarian: foglalkozás, hivatás, szakma; Icelandic: atvinna; Indonesian: profesi; Ingrian: ammatti; Italian: professione; Japanese: 職業; Kazakh: мамандық, кәсіп; Khmer: វិជ្ជាជីវៈ, អម្រស់; Korean: 직업(職業); Kurdish Northern Kurdish: pîşe, meslek, mihne, hokar, kariyer, profesyon; Kyrgyz: профессия, кесип; Lao: ອາຊີບ, ວິຊາຊີບ; Latvian: amats, profesija; Lithuanian: profesija; Macedonian: професија, занимање; Malay: profesion; Maltese: professjoni; Maori: umanga; Mongolian Cyrillic: мэргэжил; Norwegian Bokmål: yrke, profesjon; Nynorsk: yrke, profesjon; Oromo: ogummaa; Pashto: مسلک; Persian: پیشه, حرفه, کسب; Polish: zawód, fach; Portuguese: profissão; Romanian: profesie, meserie, profesiune; Russian: профессия, занятие; Rusyn: професія; Scottish Gaelic: dreuchd; Serbo-Croatian Cyrillic: профѐсија, занима̄ње; Roman: profèsija, zanímānje; Slovak: povolanie, profesia; Slovene: poklic; Spanish: profesión; Swedish: yrke, fack, profession; Tagalog: panungkulan; Tajik: касб, пеша, ҳунар, ихтисос; Tatar: һөнәр; Telugu: వృత్తి; Thai: อาชีพ; Turkish: meslek; Turkmen: kesp, hünär, kär; Ukrainian: професія, фах, заняття; Urdu: پیشَہ; Uyghur: كەسىپ; Uzbek: kasb, hunar; Vietnamese: nghề, nghề nghiệp; Volapük: cal; Yiddish: פּראָפֿעסיע