χρωμάτισμα

From LSJ

οὐκ ἐπ' ἄρτῳ μόνῳ ζήσεται ἄνθρωπος → man will not live by bread alone (Matthew 4:4, Luke 4:4)

Source

Greek Monolingual

το, Ν
η ενέργεια και το αποτέλεσμα του χρωματίζω, το να δίνει κανείς χρώμα σε κάτι, βάψιμο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χρωματίζω. Η λ. μαρτυρείται από το 1870 στον Αντώνιο Φατσέα].