χωριστικώς

From LSJ

σκῆπτρον χρυσείοις ἥλοισι πεπαρμένον → sceptre pierced with golden studs, staff studded with golden nails

Source

Greek Monolingual

χωριστικῶς, ΝΑ, και χωριστικά Ν
επίρρ. βλ. χωριστικός.