χωρονομία

From LSJ

Βίον καλὸν ζῇς, ἂν γυναῖκα μὴ τρέφῃς → Uxorem si non duxis, vives commodeGut ist dein Leben, wenn du keine Frau ernährst

Menander, Monostichoi, 78

Greek Monolingual

η, Ν
διανομή γαιών σε καλλιεργητές, ιδίως ακτήμονες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χώρα + -νομία (< -νόμος < νέμω)].