ψαινύντες

From LSJ

ἡ ὑπόστασίς μου ὡσεὶ οὐθὲν ἐνώπιόν σου → my life is as nothing in respect to you, my life is nothing in thy reckoning

Source

Greek (Liddell-Scott)

ψαινύντες: «ψωμίζοντες» Ἡσύχ.

Greek Monolingual

Α
(κατά τον Ησύχ.) «ψωμίζοντες».
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ψαι- του ψαίω, μέσω αμάρτυρου δευτερογενούς ενεστ. ψαι-νύ-ω].