ψαύση

From LSJ

Βίος κέκληται δ' ὡς βίᾳ πορίζεται → Vi quia paratur vita, vita dicitur → Weil's auf gewaltsamem Streben beruht, heißt's Lebensgut

Menander, Monostichoi, 66

Greek Monolingual

η / ψαῡσις, -αύσεως, ΝΑ
ψαύω
η ενέργεια του ψαύω, άγγιγμα, επαφή, ελαφρό ψηλάφημα
αρχ.
ερωτικό χάδι, θωπεία.