ψυχομαχῶ

From LSJ

Οὐκ ἔστι σιγᾶν αἰσχρόν, ἀλλ' εἰκῆ λαλεῖν → Silere non est turpe, sed frustra loqui → nicht Schweigen schändet, sondern Schwätzen auf gut Glück

Menander, Monostichoi, 417

Mantoulidis Etymological

(=μάχομαι γιά τή ζωή μέχρι τήν τελευταία στιγμή). Ἀπό τό ψυχή (τοῦ ψύχω) + μάχομαι, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα, καθώς καί στό ρῆμα ψύχω.