ψυχόπιτα

From LSJ

ὁ λαγὼς τὸν περὶ τῶν κρεῶν δρόμον τρέχει → save one's bacon, save one's neck, save one's skin

Source

Greek Monolingual

η / ψυχόπιττα, ΝΜ
ειδικό ψωμί που μοιράζεται για την συγχώρηση της ψυχής τών νεκρών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ψυχή + πίτ(τ)α].