ωσπερεί

From LSJ

εὐηθείης ἠλιθίου ἀπηλλαγμένον → free from silly foolishness, many removes from folly

Source

Greek Monolingual

και ὥσπερ εἰ Α
επίρρ. ακριβώς σαν να («ὥσπερ εἰ παρεστάτεις», Αισχύλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὥσπερ + εἰ].