астролог
From LSJ
Γυνὴ δικαία τοῦ βίου σωτηρία → Mulier probe morata vitae est sospita → Die Frau, die rechtlich denkt, erhält das Lebensgut
Russian > Greek
ἀποτελεσματολόγος, ἀστεροσκόπος, ἀστροδίφης, ἀστρολόγος, ἀστρόμαντις, γαζαρηνός, γενεθλιαλόγος, γενεθλιακός, γενεσιαλόγος, μαθηματικός, μετεωρολόγος, μετεωροσοφιστής, ὡρολόγος, ὡροσκόπος