душить
From LSJ
οὐ παντός πλεῖν ἐς Κόρινθον → it's not for every man to make a journey to Corinth, not everyone can afford a trip to Corinth
Russian > Greek
πνίγω, συμπνίγω, καταθλίβω, ἀποστραγγαλίζω, διάγχω, στραγγαλάω, τραχηλίζω, ἀποσφραίνω, κατάγχω, σφίγγω, ἄγχω, ἀπάγχω