ἐν τῷ θέρει τὴν χλαῖναν κατατρίβων → wearing out one's cloak in summertime
συγκαταδύομαι, κατακολπίζω, ἐπιδύω, δύνω, δύω, ἐμπίπτω, ἐπιστρέφω, παράγω, φθίνω, κατάγω