Ξένος πεφυκὼς τοὺς ξενηδόχους (ξενίζοντας) σέβου → Honorem habe, peregrine, susceptoribus → Als Gast erweise dem, der dich bewirtet, Ehr
πιδακώδης, εὔυδρος, εὔδροσος, ἁδρός, πολύρρυτος, πολύϋδρος, ἔνυδρος, κάθυδρος