εὔυδρος

From LSJ

Μὴ κρῖν' ὁρῶν τὸ κάλλος, ἀλλὰ τὸν τρόπον → Mores in arbitrando, non faciem vide → Nach dem Charakter, nicht nach Schönheit urteile

Menander, Monostichoi, 333
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὔυδρος Medium diacritics: εὔυδρος Low diacritics: εύυδρος Capitals: ΕΥΥΔΡΟΣ
Transliteration A: eúydros Transliteration B: euudros Transliteration C: eyydros Beta Code: eu)/udros

English (LSJ)

εὔυδρον, (ὕδωρ)
A well-watered, abounding in water, ἄστυ Simon.96; ἀκτά Pi.P.1.79; Μαραθών Call.Hec.1.1.8; νάπη Nic.Al.622; γῆ ποιώδης καὶ εὔυδρος Hdt.4.47; χῶρος εὐυδρότερος Id.9.25; [ὄρη] εὐυδρότερα Gp.2.6.5 (v.l. ἐν-).
2 of a river or spring, with beautiful water, Κάσας B.10.119; Εὐρώτας E.IT399 (lyr.); Κασταλίς Pae.Delph.5; so prob. εὔυδρον ποτόν (vulg. ἔνυδρον τόπον) Polyzel.2.

German (Pape)

[Seite 1105] mit schönem Wasser, oder wasserreich, ἀκτά Pind. P. 1, 79; γῆ Her. 4, 47; τόποι Plat. Legg. VI, 761 b; öfter in der Anth., z. B. Ἀσκανίη Diod. 14 (VII, 701); προχοαί Antiphan. 7 (IX, 258). Einen comp. εὐυδρότερος hat Her. 9, 25.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
1 abondant en eau;
2 aux belles eaux;
Cp. εὐυδρότερος.
Étymologie: εὖ, ὕδωρ.

Russian (Dvoretsky)

εὔυδρος:
1 изобилующий водой, многоводный (ἀκτά Pind.; γῆ Her.; τόποι Plat.; ἄστυ Plut.);
2 с красивыми водами, красиво текущий (Εὐρώτας Eur.).

Greek (Liddell-Scott)

εὔυδρος: -ον, (ὕδωρ) ἔχων πολύ, ἄφθονον ὕδωρ, ἄστυ Σιμωνίδ. 102· ἀκτὰ Πίνδ. Π. 1. 152· γῆ ποιώδης καὶ εὔυδρος Ἡρόδ. 4. 47· χῶρος εὐυδρότερος ὁ αυτ. 9.25. 2) ἐπὶ ποταμοῦ, ἔχων καλόν, ὡραῖον ὕδωρ, Εὐρ. Ι. Τ. 399· ἥξεις ἐπ’ ἐννεάκρουνον εὔυδρον ποτὸν (δορθωθέν ἀντὶ ἔνυδρον) Πολύζηλος ἐν «Δημοτυνδάρεῳ» 3.

English (Slater)

εὔυδρος, -ον well watered παρὰ δὲ τὰν εὔυδρον ἀκτὰν Ἱμέρα (v.l. ἔνυδρον, εὔανδρον) (P. 1.79)

Greek Monolingual

εὔυδρος, -ον (ΑΜ)
(για χώρα) αυτός που έχει πολύ, άφθονο νερό
αρχ.
αυτός που έχει ωραίο νερό («τὸν εὔυδρον δονακόχλοα λιπόντες Εὐρώταν», Ευρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + -υδρος (< ύδωρ), πρβλ. άνυδρος, πολύυδρος].

Greek Monotonic

εὔυδρος: -ον (ὕδωρ),
1. καλά αρδευόμενος, καλά βρεγμένος, άφθονος σε νερό, σε Πίνδ., Ηρόδ.
2. λέγεται για ποτάμι, αυτός που έχει καλό νερό, σε Ευρ.

Middle Liddell

εὔ-υδρος, ον ὕδωρ
1. well-watered, abounding in water, Pind., Hdt.
2. of a river, with beautiful water, Eur.