неудовольствие
From LSJ
τά δέ ἄνευ συμπλοκῆς, οἷον ἄνθρωπος, βοῦς, τρέχει, νικᾷ → and the simple forms of speech, for example: 'man', 'ox', 'runs', 'wins'
Russian > Greek
δυσαρέστησις, ἀτέρπεια, ἀτερπίη, ἀγανάκτησις, ἀηδισμός, δυσχέρεια
τά δέ ἄνευ συμπλοκῆς, οἷον ἄνθρωπος, βοῦς, τρέχει, νικᾷ → and the simple forms of speech, for example: 'man', 'ox', 'runs', 'wins'
δυσαρέστησις, ἀτέρπεια, ἀτερπίη, ἀγανάκτησις, ἀηδισμός, δυσχέρεια