неудовольствие
From LSJ
ἐγγυητής τοῦ ἀργυρίου ἀξιόχρεως → trustworthy guarantor for the money
Russian > Greek
δυσαρέστησις, ἀτέρπεια, ἀτερπίη, ἀγανάκτησις, ἀηδισμός, δυσχέρεια
ἐγγυητής τοῦ ἀργυρίου ἀξιόχρεως → trustworthy guarantor for the money
δυσαρέστησις, ἀτέρπεια, ἀτερπίη, ἀγανάκτησις, ἀηδισμός, δυσχέρεια