обер-шенк
From LSJ
Ῥύπος γυνὴ πέφυκεν ἠργυρωμένος → Woman is silver-plated dirt → Argento sordes illitas puta mulierem → Mit Silber überzogner Schmutz ist eine Frau
Russian > Greek
ἐπεγχύτης, ἐπικέρνης, οἰνοδόχος, οἰνοχόος, πιγκέρνης, φιαληφόρος, χαλιδοφόρος, προγεύστης