предприимчивый
From LSJ
Russian > Greek
ἐπιθετικός, δραστήριος, εὐεπιχείρητος, δραστικός, ἐπιχειρητής, ἐγχειρητικός, θρασυμήχανος, θρασυμάχανος
ἐπιθετικός, δραστήριος, εὐεπιχείρητος, δραστικός, ἐπιχειρητής, ἐγχειρητικός, θρασυμήχανος, θρασυμάχανος