сверх того приобретать
From LSJ
ᾗ μήτε χλαῖνα μήτε σισύρα συμφέρει → content neither with cloak nor rug, be never satisfied, can't get no satisfaction, be hard to please
Russian > Greek
προσεργάζομαι, προσκτάομαι, προσεπικτάομαι, προσκατακτάομαι, προσκερδαίνω, προσλαμβάνω