сооружать
From LSJ
ἀμείνω δ' αἴσιμα πάντα (Odyssey VII.310 / XV.71) → all things are better in moderation
Russian > Greek
ἀνίστημι, ὀρθόω, ζεύγνυμι, συντελέω, ἐξοικοδομέω, ναυπηγέω, τολυπεύω, κατασκευάζω, οἰκοδομέω, τεύχω, δέμω, ἐνιδρύομαι
ἀμείνω δ' αἴσιμα πάντα (Odyssey VII.310 / XV.71) → all things are better in moderation
ἀνίστημι, ὀρθόω, ζεύγνυμι, συντελέω, ἐξοικοδομέω, ναυπηγέω, τολυπεύω, κατασκευάζω, οἰκοδομέω, τεύχω, δέμω, ἐνιδρύομαι