ἀβάκτις

From LSJ

Λόγος εὐχάριστος χάριτός ἐστ' ἀνταπόδοσις → Es sermo gratus pro relata gratia → Ein gutes Wort ist Dank für eine gute Tat

Menander, Monostichoi, 330

Greek (Liddell-Scott)

ἀβάκτις: ἢ ἀβ ἄκτις, ὁ, ἄκλ. ― ἐκ τοῦ Λατινικοῦ ab actis, ἀρχειοφύλαξ, ὑπομνηματιστής. Νειλ. Ἐπιστ. 2, 207, Θεοφίλῳ ἀβάκτις. Λυδ. 220, 262, 23. 213, «ἀβ ἄκτις μὲν ὄνομα τῷ φροντίσματι, σημαίνει δὲ καθ’ ἑρμηνείαν τὸν τοῖς ἐπὶ χρήμασι πραττομένοις ἐφεστῶτα».

Spanish (DGE)


• Grafía: graf. ἀβάκτης PLandlisten 2.509 (IV d.C.), pero cf. PLandlisten 2.781, lat. ab actis (cf. ἀβ ἄκτις Lyd.Mag.3.20)
• Morfología: [indecl., pero ac. sg. ἀβάκτην POxy.1108.11 (VI/VII d.C.)]
funcionario encargado de registrar, como notario público, asuntos pertenecientes a la jurisdicción civil ἀ. πάγου PLandlisten 2.509, τοιαῦτα γράμματα ἀποστεῖλαι πρὸς τὸν ἀβάκτις SB 9106.3 (V d.C.), cf. PLandlisten 2.781, Nil.M.79.309B, Lyd.l.c., PMich.624.10 (VI d.C.), POxy.l.c.