ἀδιαπτώτως

From LSJ

ἐπέμψατε ἀγγέλους τοῖς ἀλλήλοις ὥστε ἔγνωτε τὸν κίνδυνον → you sent messengers to one another so that you knew the danger

Source

Russian (Dvoretsky)

ἀδιαπτώτως:
1 безошибочно (τὰ γινόμενα προλέγειν Plut.);
2 безусловно, неукоснительно (παραγενέσθαι Polyb.).

Spanish

sin fallos, sin falta