ἀδολεσχικός

English (LSJ)

[ᾱ], ή, όν, prating, τὸ ἀδολεσχικόν = garrulity, Pl.Sph.225d, Procl. in Prm. p.501S.

Spanish (DGE)

-ή, -όν
1 peyor. charlatán subst. τὸ ἀδολεσχικόν = charlatanería Pl.Sph.225d, Procl.in Prm.657.
2 adv. ἀδολεσχικῶς = hablando por hablar, redundantemente Eust.173.5.

Greek (Liddell-Scott)

ἀδολεσχικός: [ᾱ], ή, όν, ὁ ἀργολογῶν, ὁ φλυαρῶν· τὸ -κόν, ἡ πολυλογία, Πλάτ. Σοφ. 225D.

German (Pape)

ή, όν, schwatzhaft, Plat. Soph. 225d.