ἀδόλωτος

From LSJ

Ταμιεῖον ἀνθρώποισι σωφροσύνη μόνη → Magnum horreum est hominibus temperantia → Ihr Vorratsschatz ist Menschen Mäßigung allein

Menander, Monostichoi, 505

Greek (Liddell-Scott)

ἀδόλωτος: -ον, ἀνόθευτος, γνήσιος, καθαρός, Θεοφύλ.

Spanish (DGE)

-ον
incorrupto, inalterado τῶν μύρων ἡ εὐοδμία Gr.Nyss.Hom. in Cant.291.7.