ἀδόλωτος
From LSJ
Ταμιεῖον ἀνθρώποισι σωφροσύνη μόνη → Magnum horreum est hominibus temperantia → Ihr Vorratsschatz ist Menschen Mäßigung allein
Greek (Liddell-Scott)
ἀδόλωτος: -ον, ἀνόθευτος, γνήσιος, καθαρός, Θεοφύλ.
Spanish (DGE)
-ον
incorrupto, inalterado τῶν μύρων ἡ εὐοδμία Gr.Nyss.Hom. in Cant.291.7.