ἀκριβόλεκτος

From LSJ

Greek (Liddell-Scott)

ἀκρῑβόλεκτος: -ον, ὁ λεχθεὶς μετ’ ἀκριβείας, Ἐκκλ.

Spanish (DGE)

-ον
expresado con precisión ἐκ τῆς ἔξωθεν ἀ. κυριότητος Ammon.Ac.M.85.1589B.