ἀλητέω
From LSJ
Φρόνημα λιπαρὸν οὐδαμῶς ἀναλίσκεται → Constans animi nulla umquam est consumptio → Ein strahlend heller Geist zehrt keineswegs sich auf
Spanish (DGE)
vagar, andar errante ἀλητῶ· τὸ πλανῶ Et.Gen.α 459, EM α 822, ἀλητεῖν ... ὅπερ ἐστὶν ἁμαρτεῖν Erot.17.19 (cód.), τὸ πλανῶ Et.Gen.α 459, EM α 822.