ἀλωπεκῆ

From LSJ

σύ με μαστροπεύσεις πρὸς τὴν πόλιν → so you intend acting the procurer

Source

French (Bailly abrégé)

ῆς (ἡ) :
contr. de –έη, -έης;
s.e. δορά;
peau de renard.
Étymologie: ἀλώπηξ.