ἀμμίξας
From LSJ
ὅσα μὲν τῆς ἰδίας τρυφῆς εἵνεκα Μειδίας καὶ περιουσίας κτᾶται → all the wealth that Meidias retains for private luxury and superfluous display
French (Bailly abrégé)
part. ao. poét. de ἀναμίγνυμι.
Russian (Dvoretsky)
ἀμμίξας: эп. part. aor. к ἀναμίγνυμι.