ἀμοθί
From LSJ
ἐπὶ ξυροῦ γὰρ ἀκμῆς ἔχεται ἡμῖν τὰ πρήγματα → our affairs are balanced on a razor's edge, our affairs are set upon the razor's edge
German (Pape)
[Seite 126] Thuc. 5, 77, in einem lakon. Decret, irgendwo, Bekker aus mss. ἀμοθεί. Schneider vermuthete ἀμόθε für ὁμόσε, Buttm. ἀμάδις, zusammen, es mit βουλευσαμένους verbindend.
Greek Monolingual
ἁμόθι επίρρ. (Α) [ἁμὸς ΙΙ]
από κοινού, ομαδικά, μαζί.
Russian (Dvoretsky)
ἀμοθί: v. l. = ἀμοθεί.