ἀμπείρω

English (LSJ)

poet. for ἀναπείρω.

French (Bailly abrégé)

c. ἀναπείρω.

Greek (Liddell-Scott)

ἀμπείρω: ποιητ. ἀντὶ ἀναπείρω.

Greek Monotonic

ἀμπείρω: Επικ. αντί ἀναπείρω.

German (Pape)

poetische und ionische Abkürzung für ἀναπείρω.