poet. for ἀναπείρω.
c. ἀναπείρω.
ἀμπείρω: ποιητ. ἀντὶ ἀναπείρω.
ἀμπείρω: Επικ. αντί ἀναπείρω.
poetische und ionische Abkürzung für ἀναπείρω.