ἀναπείρω

From LSJ

ἀνάγκη τὸ κινοῦν ἀντικινεῖσθαι → what incites movement must suffer a counter-movement

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀναπείρω Medium diacritics: ἀναπείρω Low diacritics: αναπείρω Capitals: ΑΝΑΠΕΙΡΩ
Transliteration A: anapeírō Transliteration B: anapeirō Transliteration C: anapeiro Beta Code: a)napei/rw

English (LSJ)

poet. ἀμπείρω,
A pierce through, fix on a spit, σπλάγχνα δ' ἄρ' ἀμπείραντες Il.2.426; ἵν' ἀναπείρω τὰς κίχλας Ar.Ach.1007; ὅταν ἐπὶ τὸν ὀβελίσκον ἀναπαρῇ Arist.Mir.835a18.
II impale, ἐπὶ ξύλου ἀ. Hdt.4.103:—Pass., ἀποθανεῖν ἀναπαρείς Id.4.94; μὴ.. τὸν πόδ' ἀναπαρῶ Macho ap.Ath.8.349c.
III pierce upwards, opp. καταπείρω, Antyll. ap. Orib.7.10.1.

Spanish (DGE)

• Alolema(s): poét. ἀμπ-
I 1ensartar, clavar, atravesar σπλάγχνα Il.2.426, κεφαλὴν ... ἐπὶ ξύλου ... ἀναπείρας Hdt.4.103, τὰς κίχλας Ar.Ach.1007, ῥάχιν E.Rh.514, μὴ ... τὸν πόδ' ἀναπαρῶ Macho 133
en v. pas. αὐτὸν ... ῥίπτουσι ἐς τὰς λόγχας. ἢν μὲν δὴ ἀποθάνῃ ἀναπαρείς ... Hdt.4.94, (ὄρνις) ὅταν ἐπὶ τὸν ὀβελίσκον ἀναπαρῇ Arist.Mir.835a18, πασσάλοις διαπύροις ἀναπαρῆναι D.C.62.11.4.
2 ἀμπείρας· διχάσας Hsch. (interpr. errónea de Il.2.426).
II hacer una incisión hacia arriba, seccionar ποτὲ μεν καταπείροντες, ποτὲ δ' ἀναπείροντες φλεβοτομοῦμεν cortamos las venas ya haciendo una incisión hacia abajo, ya hacia arriba Antyll. en Orib.7.10.1.

German (Pape)

[Seite 201] durchbohren, anspießen, ἀμπείραντες σπλάγχνα Il. 2, 426; ἀναπαρείς Her. 4, 94; ἐπὶ ξύλου ἀναπείρας, auf ein Holz, ib. 103; κίχλας Ar. Ach. 971 (761 steht bei Bekk. ἐμπεπαρμένον ἂν τὸν ὀδελόν); μὴ τὸν πόδ' ἀναπαρῶ, daß ich mir nicht den Fuß anspieße, etwas in den Fuß trete, Macho Ath. VIII, 849 (v. 43).

French (Bailly abrégé)

f. ἀναπερῶ, ao. ἀνέπειρα ; ao.2 Pass. ἀνεπάρην;
1 transpercer;
2 empaler.
Étymologie: ἀνά, πείρω.

Russian (Dvoretsky)

ἀναπείρω: поэт. ἀμπείρω (aor. ἀνέπειρα, aor. 2 pass. ἀνεπάρην; part. aor. ἀμπείρας, part. pf. pass. ἀμπεπαρμένος) прокалывать, пронзать (τινά Her.): ἐπὶ ξύλου ἀναπείρας Her. посаженный на кол; ἐπὶ τὸν ὀβελίσκον ἀ. Arst. насаживать на вертел (σπλάγχνα Her.; κίχλας Arph.).

Greek (Liddell-Scott)

ἀναπείρω: ποιητ. ἀμπ-, (ἴδε πείρω): διαπερῶ, περῶ εἰς ὀβελόν, σπλάγχνα δ’ ἄρ’ ἀμπείραντες Ἰλ. Β. 426· ἵν’ ἀναπείρω τὰς κίχλας Ἀριστοφ. Ἀχ. 1007· κρῆς ... τὸν ὀδελὸν ἀμπεπαρμένον (οὕτως ὁ Ἐλμσλ. ἀντί ἐμπ-), διαπεπερασμένον εἰς τὸν ὀβελόν, αὐτόθι 796· ἐπί τὸν ὀβελίσκον Ἀριστ. π. Θαυμ. 63. ΙΙ. σουβλίζω, «παλουκώνω», ἐπὶ ξύλου ἀν. τινὰ Ἡρόδ. 4. 103: - Παθ., ἀποθανεῖν ἀναπαρεὶς ὁ αὐτ. 4. 94· μὴ... τὸν πόδ’ ἀναπαρῶ Μάχων παρ’ Ἀθην. 349G.

English (Autenrieth)

aor. part. ἀμπείραντες: pierce with spits, spit, Il. 2.426†.

Greek Monolingual

ἀναπείρω και ποιητ. ἀμπείρω (Α) πείρω
1. διαπερνώ κάτι από τη σούβλα, σουβλίζω
2. (για πρόσωπα) ανασκολοπίζω, παλουκώνω
3. τρυπιέμαι.

Greek Monotonic

ἀναπείρω: ποιητ. ἀμπ-,
I. διαπερνώ, περνώ σε σούβλα, σε Ομήρ. Ιλ., Αριστοφ.
II. «παλουκώνω» ἐπὶ ξύλου τινά, σε Ηρόδ. — Παθ., ἀποθανεῖν ἀναπᾰρείς (μτχ. αορ. βʹ), στον ίδ.

Middle Liddell

I. to pierce through, fix on a spit, Il., Ar.
II. to impale, ἐπὶ ξύλου τινά Hdt.: Pass., ἀποθανεῖν ἀναπαρείς (aor2 part.) Hdt.

Translations

impale

Bulgarian: набивам на кол; Danish: spidde; Dutch: spietsen; Finnish: seivästää; French: empaler; German: pfählen, erstechen; Greek: ανασκολοπίζω; Ancient Greek: ἀμφιγυιόω, ἀναπείρω, ἀναπήγνυμι, ἀνασκολοπίζω, ἀνασκινδαλεύω, ἀνασκινδυλεύω, ἀνασχινδυλεύω, ἀνασταυρίζω, ἀνασταυροῦν, ἀνασταυρόω, ἐμπείρω, ἐμπεριπείρω, σκόλοπι πηγνύναι, σκόλοψι πηγνύναι; Hungarian: karóba húz; Icelandic: stjaksetja, stinga á tein, setja á nál; Italian: impalare; Macedonian: набива, набодува; Polish: wbijać na pal, wbić na pal, nadziewać na pal, nadziać na pal, nabijać na pal, nabić na pal; Portuguese: empalar; Russian: сажать на кол, посадить на кол; Serbo-Croatian: nabiti na kolac; Spanish: empalar