ἀνέγνων

French (Bailly abrégé)

v. ἀναγιγνώσκω.

Greek Monotonic

ἀνέγνων: αόρ. βʹ του ἀναγιγνώσκω.

Russian (Dvoretsky)

ἀνέγνων: aor. 2 к ἀναγιγνώσκω.