ἀναγιγνώσκω
Μισῶ πονηρόν, χρηστὸν ὅταν εἴπῃ λόγον → Cum recta fatur, improbum odi maxime → Den Schlechten hass' ich, wenn ein gutes Wort er spricht
English (LSJ)
later ἀναγινώσκω:
I Ep. only in aor. 2 ἀνέγνων,
1 know well, know certainly, οὐ γάρ πώ τις ἑὸν γόνον αὐτὸς ἀνέγνω Od.1.216, cf. 21.205, Il.13.734.
b perceive, Theoc.24.23.
2 know again, recognize, Od.4.250; once in Hdt., acknowledge, own, ἀναγνῶναι τοὺς συγγενέας Hdt.2.91, cf. Pi.I.2.23: aor. Pass. once in E., εἰ μὲν γὰρ ἔζη πόσις, ἀνεγνώσθημεν ἄν Hel.290.
II after Hom., fut. ἀναγνώσομαι dub. in GDI5075: aor. 2 ἀνέγνων, Cret. 3pl. subj. -γνῶντι GDI5040.43: pf. ἀνέγνωκα:—Pass., fut. ἀναγνωσθήσομαι Lys.17.9: aor. ἀνεγνώσθην Pl.Prm.127d: pf. ἀνέγνωσμαι Isoc. 15.67, etc.:—of written characters, know them again, and so, read, first in Pi.O.10(11).1, cf. Ar.Eq.118, 1065, Th.3.49, And.1.47, etc. (never in Trag.); ἀναγνώσεται (sc. ὁ γραμματεύς) D.20.27, etc.; λαβὼν ἀνάγνωθι τὸ ψήφισμα Id.18.118; λέγε . . καὶ ἀνάγνωθι Id.19.70; τὴν διαμαρτυρίαν ἀναγνώτω Id.44.45; ἀ. πρὸς ἐμαυτόν Ar.Ra.52: abs., οἱ ἀναγιγνώσκοντες = students, Plu.Alex. 1, Marin.Procl.15; ἀ. παρά τινι Ἀριστοτέλους τὰ περὶ ψυχῆς attend lectures on A., ib.12:—Pass., τὰ βιβλία τὰ ἀνεγνωσμένα = books read aloud, hence, published, opp. τὰ ἀνέκδοτα, Lycon ap.D.L.5.73.
III Ion. usage, causal, mostly in aor. ἀνέγνωσα, induce one to do a thing, τούτους . . ἀναγνώσας ἕπεσθαι Hdt.5.106, cf. 1.87, 4.158, 6.83, al.; inf. is omitted, ὡς ἀνέγνωσε = when he had persuaded him, Id.1.68: once in pres., ἀναγιγνώσκεις στρατεύεσθαι βασιλέα Id.7.10; persuade, convince, ὅτι . . Hp.Art. 1:—aor. Pass., ἀνεγνώσθην to be persuaded to do a thing, c. inf., Hdt.7.7 and 236: without inf., ὑπὸ τῆς γυναικὸς ἀναγνωσθείς 4.154; χρήμασι ἀ. 6.50: plpf. Pass., ὡς οὗτοι . . οἱ ἀνεγνωσμένοι ἦσαν 8.110: rare in Att., ὑπὸ τῶν κυρίων ἀναγιγνωσκόμενον Antipho 2.2.7.
Spanish (DGE)
• Alolema(s): ἀναγῑνώσκω Hdt.7.10
• Morfología: [aor. ind. ἀνέγνωσα Hdt.1.87, ἀνέγνω Od.1.216, subj. ἀναγνοῖς POxy.1062.13 (II a.C.), inf. ἀναγνοῦναι POxy.743.18 (I a.C.)]
I gener. en aor. radical, c. ac. de abstr. o pers.
1 conocer con certeza οὐ γὰρ πώ τις ἑὸν γόνον αὐτὸς ἀνέγνω Od.1.216, νόον νημερτέ' Od.21.205, cf. Il.13.734.
2 percibir κακὰ θηρί' ἀνέγνω Theoc.24.23.
3 reconocer ἐγὼ δέ μιν οἴη ἀνέγνων τοῖον ἐόντα Od.4.250, ἀναγνῶναι τοὺς συγγενέας a Perseo, Hdt.2.91, εἰ μὲν γὰρ ἔζη πόσις, ἀνεγνώσθημεν ἂν ἐλθόντες pues si viviera mi esposo, habrá sido reconocida al llegar E.Hel.290
•tb. en pres. ir reconociendo προϊδὼν δὲ ὁ βασιλεὺς προσιόντα ... οἷον ἀναγιγνώσκων τὸν ἄνδρα Philostr.VA 1.31
•admitir, proclamar ὅν τε καὶ κάρυκες ὡρᾶν ἀνέγνον Pi.I.2.23.
II en los diversos temas, c. ac. de textos escritos
1 leer τὸν Ὀλυμπιονίκαν ἀνάγνωτέ μοι ... πόθι φρενὸς ἐμᾶς γέγραπται Pi.O.10.1, un oráculo, Ar.Eq.118, ποιητῶν ἀγαθῶν ποιήματα Pl.Prt.325e, τὴν Ἀνδρομέδαν πρὸς ἐμαυτόν Ar.Ra.52, τὸ βιβλίον Arist.Pr.916b1, τὴν ἐπιστολήν SB 7613.1 (III a.C.), τὰν στάλαν ICr.3.3.4.40, τὸ ψήφισμα Th.3.49, D.18.118, Plb.18.6.7, τὴν διαμαρτυρίαν D.44.45, τὸν νόμον D.20.27, (κατηγορίας) Plb.5.28.5, τὸν Μωυσέος νόμον I.AI 20.44, τὰς ἐρωτήσεις Luc.Alex.20, ἀναγιγνώσκει ... Ἀριστοτέλους μὲν τὰ περὶ ψυχῆς Marin.Procl.12, ἀνάγνωθι τὴν ὑάκινθον, γέγραπται γάρ ref. a las letras ΑΙ de la interjec. ΑΙΑΙ que los antiguos leían en los pétalos de esta flor, Philostr.Im.1.24
•c. ac. de pers. Χρύσιππον ἀνεγνωκὼς ἢ Ἀντίπατρον habiendo leído a Crisipo o a Antípatro Arr.Epict.3.2.13
•c. prep. ἀκούσας μέν ποτε ἐκ βιβλίου τινός, ὡς ἔφη, Ἀναξαγόρου ἀναγιγνώσκοντος un día oí a alguien hacer una lectura de un libro, según decía, de Anaxágoras Pl.Phd.97b
•ref. a la lectura en público, part. perf. pas. publicado τὰ ἐμὰ βιβλία τὰ ἀνεγνωσμένα mis libros publicados op. τὰ ἀνέκδοτα Lyco 15
•abs. ἐν πινάκεσσιν ἀνέγνω Nonn.D.12.69
•part. οἱ ἀναγιγνώσκοντες = lectores Plu.Alex.1
•alumnos Marin.Procl.15.
2 en fórmulas de documentos ἀνέγνων, ἀνέ(γνωσται) leído, visto por el funcionario competente POxy.1188.28 (I a.C.), PTeb.287.14, 22 (II a.C.), PMerton 59.29 (II a.C.) (al margen).
3 en crít. textual seguir, adoptar una lectura Sch.Ar.Pax 593.
III gener. en jón., si es aor. sólo sigmático o pas., c. inf. y ac. inducir a, persuadir ἀναγινώσκεις στρατεύεσθαι βασιλέα Hdt.7.10θ, después siempre en aor. οἵ μιν ἀνέγνωσαν μετεῖναι τὸν Κῦρον Hdt.1.128, cf. 1.87, 4.158, 5.106, 6.75, 83, 7.144
•c. complet. οὐκ ἡδυνάμην αὐτοὺς ἀναγνῶσαι ... ὅτι τόδ' ἐστὶ τοιόνδε Hp.Art.1
•abs. mismo sent. χρόνῳ δὲ ὡς ἀνέγνωσε cuando con el tiempo (lo) persuadió Hdt.1.68
•en v. pas. c. inf. ὡς δὲ ἀνεγνώσθη Ξέρξης στρατεύεσθαι ἐπὶ τὴν Ἑλλάδα Hdt.7.7, cf. 7.236
•abs. ἀναγνωσθεὶς ὑπὸ τῆς γυναικός Hdt.4.154, cf. 6.50, 8.110, ὑπὸ ... τῶν κυρίων ἀναγιγνωσκόμενον ἐπινεῦσαι ἦν εἰκός Antipho 2.2.7.
German (Pape)
[Seite 182] (s. γιγνώσκω), sp. ἀναγῑνώσκω , 1) genau, mit Sicherheit erkennen; bei Hom. nur in dieser Bedeutung, und nur im aor. 2 ἀνέγνων, z. B. Iliad. 13, 734 μάλιστα δέ κ' αὐτὸς ἀνέγνω; Od. 4, 250 ἐγὼ δέ μιν οἶον ἀνέγνων τοῖον ἐόντα; 11, 144 πῶς κέν με ἀναγνοίη τὸν ἐόντα; 19, 250 σήματ' ἀναγνούσῃ τά οἱ ἔμπεδα πέφραδ' Ὀδυσσεύς; Ar. Ran. 557 οὐ προσεδόκας μ' ἀναγνῶναί σ' ἔτι. Bei Soph. O. R. 1348 = simpl., aber die Lesart ist zw. – 2) wieder erkennen, anerkennen, συγγενέας Her. 2, 91; vgl. Xen. An. 5, 8, 6; ὃν κήρυκες ἀνέγνων (für ἀνέγνωσαν) Pind. I. 2, 23; vgl. Ol. 11, 1; unterscheiden, τὶ ἀπό τινος Herodian. 7, 6, 4. – 3) Bei Hippocr. u. Her. überreden, βασιλέα στρατεύεσθαι Her. 7. 10, in welcher Bdtg außer praes. nur aor. I, ἀνέγνωσα vorkommt, 1, 68. 87 u. öfter; ebenso aor. pass., ἀνεγνώσθη ὑπὸ τῆς γυναικός, 4, 154; perf., ἀνεγνωσμένοι ἔσαν 8, 110, sie waren überredet worden. Nach Harpocr. auch bei Antiph. (wohl 2, β, 7 gemeint) u. Isaeus. – 4) Am häufigsten im Att. lesen, vorlesen, Ar. Equ. 118; Thuc. 3, 49; ποιήματα Plat. Prot. 325 e; ἀνάγνωθι τὴν λόγου ἀρχήν Phaedr. 262 d. Oft in den Rednern, ἀνάγνωθι, Aufforderung an den γραμματεύς, Actenstücke, Zeugenaussagen u. dgl. vorzulesen; oft auch ἀναγνώσεται ὑμῖν τὸ ψήφισμα, Andoc. 2, 23; Lys. 13, 33, wo ὁ γραμματεύς zu ergänzen: er wird euch dies vorlesen.
French (Bailly abrégé)
f. ἀναγνώσομαι, ao.2 ἀνέγνων, pf. ἀνέγνωκα;
Pass. f. ἀναγνωσθήσομαι, ao. ἀνεγνώσθην, pf. ἀνέγνωσμαι;
1 connaître à fond, avec certitude;
2 connaître de nouveau, reconnaître;
3 lire en parl. du greffier dans les procès ; abs. οἱ ἀναγιγνώσκοντες PLUT ceux qui lisent, qui étudient;
4 en prose ion. (en ce sens ao. ἀνέγνωσα) conseiller, persuader, acc..
Étymologie: ἀνά, γιγνώσκω.
Russian (Dvoretsky)
ἀναγιγνώσκω: ион. и поздн. ἀναγῑνώσκω
1 (aor. 2 ἀνέγνων) быть хорошо знакомым, хорошо знать (τινά и τι Hom., Pind.);
2 (вновь), узнавать, признавать знакомым, (τινά и τι Hom., Her., Xen., Eur.);
3 читать (ποιήματα Plat.): ἀναγνώσεται ὑμῖν (ὁ γραμματεὺς) τὸ ψήφισμα Lys. секретарь огласит вам постановление; οἱ ἀναγιώσκοντες Plut. читатели;
4 (aor. 1 ἀνέγνωσα) увещевать, уговаривать, убеждать (τινὰ ποιεῖν τι Her.): ἀναγνωσθῆναί τινι и ὑπό τινος Her. поддаться чьим-л. уверениям или последовать чьему-л. совету; ὑπό τινος ἀναγνωσθεὶς χρήμασι Her. подкупленный кем-л.
Greek (Liddell-Scott)
ἀναγιγνώσκω: μεταγ. ἀναγῑνώσκω: Ι. Ἐπ. χρῆσις περιοριζόμενη εἰς τόν ἀορ. β΄ ἀνέγνων. 1) γνωρίζω καλῶς, ἐξεύρω μετὰ βεβαιότητος, οὐ γάρ πώ τις ἑὸν γόνον αὐτὸς ἀνέγνω Ὀδ. Α. 216, πρβλ. Φ. 205, Ἰλ. Ν. 734. 2) γνωρίζω ἐκ νέου, ἀναγνωρίζω, Ὀδ. Δ. 250 · οὕτως ἅπαξ παρ’ Ἡροδ. ἀναγνωρίζω, ὁμολογῶ τι ὡς ἰδικόν μου, Λατ. agnoscere, ἀναγνῶναι τοὺς συγγενέας Ἡροδ. 2. 91, πρβλ. Πινδ. 1. 2. 35 · οὕτως ὡσαύτως ἀόρ. παθ. ἅπαξ παρ’ Εὐρ. εἰ μὲν γάρ ἔζη πόσις, ἀνεγνώσθημεν ἂν ὁ αὐτὸς Ἑλ. 290· ἐν Ἀριστοφ. Βατρ. 557 ὁ Ἐλμσλ. διώρθωσεν ἂν γνῶναι . ΙΙ. Ἀττ. χρῆσις: μέλλ. ἀναγνώσομαι (Κρητ. γ΄ πληθ. - γνώοντι Συλλ. Ἐπιγρ. 2554. 40): ἀόρ. β΄ ἀνέγνων: πρκμ. ἀνέγνωκα: Παθ., μέλλ. - γνωσθήσομαι, Λυσ. 149. 3: ἀόρ. ἀνεγνώσθην Πλάτ. Παρμ. 127D: πρκμ. ἀνέγνωσμαι Ἐπιγρ. 342Α, κτλ.: - ἐπὶ γεγραμμένων χαρακτήρων, = γνωρίζω αὐτοὺς πάλιν, ἀναγνωρίζω αὐτούς, ἑπομέν. ἀναγῑνώσκω αὐτοὺς (ἡ Ἰων. πρὸς τοῦτο λέξις εἶναι ἐπιλέγομαι), κατὰ πρῶτον παρὰ Πινδ. Ο. 10 (11). 1 (ἔνθα ἑρμηνεύεται διὰ τοῦ ἀκολουθοῦντος γέγραπται), Ἀριστοφ. Ἱππ. 118, 1065, Βάτρ. 52, Θουκ. 3. 49, Ἀνδοκ., κτλ., ἀλλ’ οὐδέποτε παρὰ Τραγ.: - ἀναγνώσεται [ενν. ὁ γραμματεὺς] Δημ. 516. 27, κτλ.: ἀνάγνωθι, συχνὸν παρὰ Δημ . - λέγε ... καὶ ἀνάγνωθι ὁ αὐτ. 363.11: - ἀπολ., οἱ ἀναγιγνώσκοντες, οἱ σπουδασταί, Πλουτ. Ἀλεξ. 1· τὰ βιβλία τὰ ἀνεγνωσμένα, βιβλία μεγαλοφώνως ἀναγινωσκόμενα καὶ οὕτω γινόμενα δημόσια, δηλ. δημοσιευόμενα, κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὰ ἀνέκδοτα, Λύκων παρὰ Διογ. Λ. 5 . 62. ΙΙΙ. Ἰων. χρῆσις, μετὰ ἐνεργητ. σημασίας κυρίως ἐν τῷ ἀορίστῳ ἀνέγνωσα, ἔπεισὰ τινα νὰ πράξῃ τι, τούτους ἀναγνώσας ἕπεσθαι Ἡροδ. 5. 106, πρβλ. 1. 87. 4. 158., 6. 83, καὶ ἀλλ., Ἱππ. 180D · τὸ ἀπαρέμφ. ἐνίοτε παραλείπεται, ὡς ἀνέγνωσε, ὅτε κατέπεισεν αὐτόν, Ἡροδ. 1. 68· ὁ ἐνεστὼς ἅπαξ κεῖται ἐπὶ τοιαύτης ἐννοίας, ἀναγινώσκεις στρατεύεσθαι βασιλέα 7.10: - οὕτω κατὰ παθ. ἀόρ. ἀνεγνώσθην, ἐπείσθην νὰ πράξω τι, μετ’ ἀπαρεμφ. 7.7 καὶ 236 καὶ ἄνευ ἀπαρεμφ. ὑπὸ τῆς γυναικὸς ἀναγνωσθείς 4. 154· χρήμασιν ἀν. 6. 50. καὶ καθ’ ὑπερσυντ. παθ., ὡς δὲ οὗτοί οἱ ἀνεγνωσμένοι ἦσαν 8.110· σπάνιον παρ’ Ἀττ., ὑπὸ τῶν κυρίων ἀναγιγνωσκόμενον Ἀντιφῶν 117.11.
English (Autenrieth)
only aor. 2 ἀνέγνων: know for certain, know again, recognize, Od. 1.216, Od. 4.250, Od. 19.250, Il. 13.734; πῶς κέν με ἀναγνοίη τὸν ἐόντα, ‘how can she know me for that one?’ (i. e. for her son), Od. 11.144.
Greek Monolingual
και ἀναγῑνώσκω (Α ἀναγιγνώσκω και ἀναγῖνώσκω)
διαβάζω
αρχ.-μσν.
φοιτώ, σπουδάζω, είμαι μαθητής
αρχ.
1. γνωρίζω καλά, με βεβαιότητα
2. αναγνωρίζω
3. παραδέχομαι, ομολογώ ότι κάτι είναι δικό μου
4. πείθω κάποιον να κάνει κάτι
5. (η παθ. μτχ. πρκ. στη φρ.) «τα βιβλία τα ανεγνωσμένα», αυτά που έχουν διαβαστεί, δηλ. τα δημοσιευμένα (αντίθ. του ανέκδοτα).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀνα- + γιγνώσκω.
ΠΑΡ. ανάγνωση (-ις), ανάγνωσμα, αναγνώστης νεοελλ. αναγνώσιμος].
Greek Monotonic
ἀναγιγνώσκω: Ιων. και έπειτα ἀναγῑνώσκω·
I. Επικ. χρήση ιδίως στον αόρ. βʹ ἀνέγνων, γνωρίζω καλά, ξέρω με βεβαιότητα, σε Όμηρ., Ηρόδ.
2. ξαναγνωρίζω, αναγνωρίζω, συνειδητοποιώ· αναγνωρίζω κάτι ως δικό μου, αποκτώ, Λατ. agnoscere, σε Όμηρ., Ηρόδ.
II. Αττ. χρήση, μέλ. ἀναγνώσομαι, αόρ. βʹ ἀνέγνων, παρακ. ἀνέγνωσμαι κ.λπ.· λέγεται για χαρακτήρες γραφικούς, τους γνωρίζω πάλι και έτσι τους διαβάζω, σε Αριστοφ. κ.λπ.· ἀναγνώσεται (ενν. ὁ γραμματεύς), ἀνάγνωθι, σε Δημ.· ἀναγιγνώσκοντες, οι μαθητές, σε Πλούτ.
III. Ιων. χρήση, αόρ. αʹ ἀνέγνωσα, πείθω ή επηρεάζω κάποιον να κάνει κάτι, με αιτ. και απαρ., σε Ηρόδ.· το απαρ. μερικές φορές παραλείπεται, ὡς ἀνέγνωσε, όταν τον είχε πείσει, στον ίδ.· ο ενεστ. χρησιμ. ομοίως άπαξ, ἀναγιγνώσκεις στρατεύεσθαι βασιλέα, στον ίδ.· ομοίως στον αόρ. αʹ Παθ. ἀνεγνώσθην, πείσθηκα να κάνω κάτι, με απαρ., στον ίδ.
Middle Liddell
I. epic usage, especially in aor2 ἀν-έγνων, to know well, know certainly, Hom., Hdt.
2. to know again, recognise: to acknowledge, own, Lat. agnoscere, Hom., Hdt.
II. Attic usage, fut. ἀναγνώσομαι: aor2 ἀνέγνων: perf. ἀνέγνωκα:— Pass., fut. -γνωσθήσομαι: aor1 ἀνεγνώσθην: perf. ἀνέγνωσμαι, etc.:—of written characters, to know them again, and so to read, Ar., etc.; ἀναγνώσεται (sc. ὁ γραμματεύς), ἀνάγνωθι, Dem.:— οἱ ἀναγιγνώσκοντες students, Plut.
III. ionic usage, aor1 ἀνέγνωσα, to persuade or induce one to do a thing, c. acc. et inf., Hdt.: the inf. is sometimes omitted, ὡς ἀνέγνωσε when he had persuaded him, Hdt.;—the pres. is once so used, ἀναγιγνώσκεις στρατεύεσθαι βασιλέα Hdt.:—so in aor1 pass. ἀνεγνώσθην, to be persuaded to do a thing, c. inf., Hdt.
Lexicon Thucydideum
legere, to pick out, choose, 3.49.4, 4.50.2, 7.10.1,
recitavit, he recounted (Niciae litteras letter of Nicias).
Translations
persuade
Arabic: أَقْنَعَ; Armenian: հորդորել; Azerbaijani: inandırmaq, razılaşdırmaq; Belarusian: запэўніваць, запэўніць; Bulgarian: убеждавам, убедя; Catalan: persuadir; Chinese Mandarin: 說服/说服, 勸說/劝说, 相勸/相劝, 勸/劝; Czech: přesvědčit; Danish: overbevise, overtale; Dutch: overtuigen, overhalen, overreden, persuaderen; Esperanto: konvinki, persvadi; Estonian: veenma, keelitama; Finnish: taivuttaa, vakuuttaa; French: persuader, convaincre; German: überreden, gewinnen, verführen, bestechen, dazu bringen; Gothic: 𐌲𐌰𐍆𐌿𐌻𐌻𐌰𐍅𐌴𐌹𐍃𐌾𐌰𐌽; Greek: πείθω; Ancient Greek: ἀγαπάω, ἀγαπέω, ἀγαπῶ, ἀμπείθω, ἀναγιγνώσκω, ἀναγινώσκω, ἀναπείθειν, ἀναπείθω, ἐάω, ἐκπείθω, ἐπαείρω, ἐπαίρω, ἐπισπάω, ἐπισπῶ, καταπείθω, παραίφημι, παραναπείθω, παράφημι, πάρφαμι, πάρφημι, πείθειν, πείθω, προάγω, προσβιβάζω, προτρέπω, συμπείθω, ψυχαγωγέω, ψυχαγωγῶ; Hebrew: שִׁכְנֵעַ; Hungarian: rábeszél, meggyőz, rávesz; Hunsrik: përsuatiere; Italian: persuadere, convincere; Japanese: 説得する, 説く; Khmer: បញ្ជោក; Korean: 설득하다; Lao: ຊັກຊວນ; Latin: persuadeo, exoro; Latvian: pārliecināt, pierunāt; Lithuanian: įtikinti, įkalbėti; Macedonian: убедува, убеди; Malayalam: അനുനയിപ്പിക്കുക; Maori: whakapakepake; Norwegian Bokmål: overtale, overbevise; Persian: متقاعد کردن; Polish: przekonywać, przekonać; Portuguese: persuadir; Romanian: convinge, persuada; Russian: убеждать, убедить, уговаривать, уговорить; Scottish Gaelic: iompaich; Serbo-Croatian Cyrillic: у̀верити, у̀вјерити, убедити, убиједити; Roman: ùveriti, ùvjeriti, ubéditi, ubijéditi; Slovak: presvedčiť; Slovene: prepričevati, prepríčati; Spanish: persuadir; Swedish: övertyga, övertala; Thai: ชักชวน, โน้มน้าว; Turkish: ikna etmek, razı etmek; Ukrainian: переконувати, переконати; Vietnamese: thuyết phục; Welsh: perswadio