ἀνακεκαλυμμένως

English (LSJ)

Adv. pf. Pass., openly, Hsch.

Spanish (DGE)

adv. abiertamente ἀνακεκαλυμμένως εἰπών Chrys.M.61.446, cf. Hsch.

German (Pape)

[Seite 191] enthüllt, Schol. Soph. O. R. 1413.

Greek (Liddell-Scott)

ἀνακεκᾰλυμμένως: ἐπίρρ. μετοχ. παθ. πρκμ. φανερῶς, Νικήτ. Χρον. 220Α, Σχολιαστ.