openly
From LSJ
Ζῶμεν γὰρ οὐχ ὡς θέλομεν, ἀλλ' ὡς δυνάμεθα → Ut quimus, haud ut volumus, aevum ducimus → nicht wie wir wollen, sondern können, leben wir
English > Greek (Woodhouse)
adverb
without concealment: P. and V. ἐμφανῶς, προδήλως, Ar. and P. φανερῶς, P. ἐκ τοῦ προφανοῦς, ἐκ τοῦ φανεροῦ, Ar. κατὰ τὸ φανερόν.
vote openly: P. ψῆφον φανερὰν διαφέρειν (Thuc. 4, 74).
frankly: P. and V. ἁπλῶς, ἐλευθέρως, ἄντικρυς.
outspokenly: P. μετὰ παρρησίας, V. παρρησίᾳ.
speak openly, v.: P. παρρησιάζεσθαι.