ἀνακινητικός
From LSJ
Greek (Liddell-Scott)
ἀνακινητικός: -ή, -όν, ὁ ἀνακινῶν, ὁ προξενῶν ἀνακίνησιν, Διον. Ἀρεοπ. σ. 115.
Spanish (DGE)
-ή, -όν
que excita, que mueve de las potencias de los serafines, Dion.Ar.EH M.3.481C.
German (Pape)
ή, όν, Sp., aufregend.