ἀναπαύδητος

From LSJ

Ταμιεῖον ἀνθρώποισι σωφροσύνη μόνη → Magnum horreum est hominibus temperantia → Ihr Vorratsschatz ist Menschen Mäßigung allein

Menander, Monostichoi, 505

German (Pape)

[Seite 200] unermüdlich, Clem. Al.

Greek (Liddell-Scott)

ἀναπαύδητος: -ον, ὁ μὴ ἀπαυδῶν, ἀκαταπόνητος, Κλήμ. Ἀλ. 492.

Spanish (DGE)

-ον
infatigable, ἀντιμάχησις Clem.Al.Strom.2.20.120.

Greek Monolingual

ἀναπαύδητος, -ον (Α) ἀπαυδῶ
ακούραστος, ακαταπόνητος.