ἀναφύσσω

English (LSJ)

draw water: aor. ἀνήφῠσα Nonn. D. 43.31.

Spanish (DGE)

• Morfología: [aor. ἀνήφυσα Nonn.D.43.31]
sorber ὄμβριον ἀζαλέοισιν ἀνήφυσε χείλεσιν ὕδωρ Nonn.l.c., cf. 15.10.

Greek (Liddell-Scott)

ἀναφύσσω: ἀρύω, ἀναρροφῶ, «ὄμβριον ἀζαλέοισιν ἀνήφυσε χείλεσιν ὕδωρ» Νόνν. Δ. 43. 31.