ἀνελέγκτως
From LSJ
τά γε μὰν λίνα πάντα λελοίπει ἐκ Μοιρᾶν → but all the thread granted him by the Fates had run out
French (Bailly abrégé)
adv.
sans qu'on puisse convaincre (qqn d'un crime dont on l'accuse).
Étymologie: ἀνέλεγκτος.
Spanish
sin refutación, sin investigación
Russian (Dvoretsky)
ἀνελέγκτως: без (надлежащей) проверки: τὰ ἀ. λεγόμενα Plut. непроверенные слухи.