ἀνταπώθησις

From LSJ

φθείρουσιν ἤθη χρήσθ' ὁμιλίαι κακαί → bad company ruins good habits

Source

German (Pape)

[Seite 244] ἡ, = folgd., conj. Stob. ecl. 1, 26, 3.

Greek (Liddell-Scott)

ἀνταπώθησις: -εως, ἡ, ἀμοιβαία ἀπώθησις, Ἀναξαγ. παρὰ Στοβ. Ἐκλογ. 1. 526.

Russian (Dvoretsky)

ἀνταπώθησις: Anax. и ἀντάπωσις Plut., εως ἡ обратное или взаимное отталкивание.