ἀντιπεριτρέπω

From LSJ

Θέλομεν καλῶς ζῆν πάντες, ἀλλ' οὐ δυνάμεθα → Bene vivere omnes volumus, at non possumus → Gut leben wollen wir alle, doch wir können es nicht

Menander, Monostichoi, 236

Greek (Liddell-Scott)

ἀντιπεριτρέπω: περιτρέπω εἰς τὸ ἐναντίον, Ζαχ. Μύτιλ. Διαλ. σ. 192. 2 ἐν τέλει.

Spanish (DGE)

1 tr. en v. act. oponer a su vez ἐγὼ ... ὑμῖν τοῦτό γε ἀντιπεριτρέψω Zach.Mit.Opif.M.85.1088A.
2 intr. en v. med.-pas. volverse contra c. dat. ἀντιπεριτραπείσης αὐτοῖς τῆς ἰδίας κακουργίας Leont.H.Nest.M.86.1405A.