ἀνυπευθύνως

From LSJ

ἐν πέτροισι πέτρον ἐκτρίβων → by grinding stone against stones

Source

Russian (Dvoretsky)

ἀνυπευθύνως: не неся никакой ответственности, бесконтрольно (πάντα πράττειν Diod.).