ἀνῷξα

French (Bailly abrégé)

ao. poét. de ἀνοίγω.

Greek Monotonic

ἀνῷξα: αόρ. αʹ του ἀνοίγνυμι.

Russian (Dvoretsky)

ἀνῷξα: Theocr. aor. к ἀνοίγω.