ἀπειληθείς

From LSJ

Καλὸν δὲ καὶ γέροντι μανθάνειν σοφά → Addiscere aliquid digna res etiam seni → Auch einem Greis ist etwas Weises lernen Zier

Menander, Monostichoi, 297

Greek Monotonic

ἀπειληθείς: μτχ. Παθ. αορ. αʹ του ἀπ-ειλέω· αλλά ἀπ-ειληθείς, του ἀπειλέω.